- ἀπόβαλε
- ἀποβάλλωthrow offaor imperat act 2nd sgἀποβάλλωthrow offaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποβάλλω — όβαλα, βλήθηκα, βλημένος, μτβ. 1. διώχνω, αποπέμπω: Χθες τον απόβαλαν από το σχολείο. 2. βγάζω: Απόβαλε τα ρούχα του κι έπεσε στη θάλασσα. 3. αμτβ. (για έγκυο), κάνω αποβολή, γεννώ πρόωρα: Ήταν τριών μηνών, αλλά απόβαλε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρίχνω — έριξα, ρίχτηκα, ριγμένος 1. κάνω κάτι να πέσει: Έριξε από το δέντρο κάμποσα μήλα. 2. ανατρέπω, γκρεμίζω: Το ριξαν το σπίτι και χτίζουν πολυκατοικία. 3. πετώ, εκσφενδονίζω: Οι διαδηλωτές έριχναν τούβλα στους αστυφύλακες. 4. πυροβολώ: Του ριξε και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)